απροφυλακτος

απροφυλακτος
    ἀπροφύλακτος
    ἀ-προφύλακτος
    2
    непредвиденный, неожиданный
    

(πόλεμος Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απροφυλακτος" в других словарях:

  • ἀπροφύλακτος — not guarded against masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφυλάκτως — ἀπροφύλακτος not guarded against adverbial ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφύλακτον — ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem acc sg ἀπροφύλακτος not guarded against neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφυλάκτοις — ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφυλάκτου — ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφύλακτοι — ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροφύλαχτος — κ. απροφύλακτος, η, ο (AM ἀπροφύλακτος, ον) 1. ενεργ. αυτός που δεν παίρνει προφυλάξεις 2. παθ. αυτός που δεν προφυλάγεται 3. αφύλαχτος, αφρούρητος αρχ. απρόβλεπτος, απρόοπτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»